Πρωινό μιας ανοιξιάτικης μέρας του 2029. Το ξυπνητήρι χτυπά δαιμονισμένα και προστάζει την ανέγερσή μου, σαν άλλος κελευστής που διατάζει τους φαντάρους να ξεκινήσουν τις αγγαρείες τους. Αφού καταφέρω να σηκωθώ από το κρεβάτι (σίγουρα το πρωινό ξύπνημα θα με βασανίζει για πολλά χρόνια ακόμη), θα ανοίξω τις κουρτίνες για να καλωσορίσω άλλη μια ηλιόλουστη μέρα, θα επιμεληθώ λιγάκι την εξωτερική μου εμφάνιση, απλό ντύσιμο, ελαφρώς ατημέλητο χτένισμα, λεφτά, κλειδιά, κινητό στην τσάντα, λαπ-τοπ στον ώμο κι είμαι έτοιμη για αναχώρηση. Μπαίνω, λοιπόν στο αυτοκίνητο και ξεκινάω. Ο δρόμος γεμάτος από δίτροχους φασαριόζους και φωνακλάδες με τέσσερις τροχούς, οι οποίοι δίχως να ‘χουν άλλη επιλογή περιμένουν καρτερικά το Σταμάτη να κάνει το διάλλειμα του και το Γρηγόρη να αναλάβει δράση, στοιχισμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, ουρλιάζουν για μια μόνο κίνηση (πιστεύω πως και το μποτιλιάρισμα θα μας βασανίζει αιώνια). Εφ’ όσον καταφέρω να φτάσω στον χώρο εργασίας μου, 1 ώρα μετά, έχοντας, φυσικά, αραδιάσει χιλιάδες βρισιές στους άσχετους οδηγούς, που νύχτα πήραν το δίπλωμα και έχοντας ακούσει άλλες τόσες, το γνωστό, «πλύνε καλύτερα κανένα πιάτο, κυρά μου», κάθομαι στο γραφείο μου και αρχίζω να διαβάζω τις πρωινές εφημερίδες, να ακούω τα νέα στην τηλεόραση και να ξαναδιαβάζω τα ίδια πράγματα στο Ίντερνετ.
Για να συνέλθω από όλα αυτά που διάβασα, αλλά κυρίως άκουσα, στις πρωινές, ειδησεογραφικές εκπομπές, παραγγέλνω ένα χυμό και καλώ τους συνεργάτες μου στο γραφείο για να αποφασίσουμε τα θέματα της εκπομπής μας. Ραδιοφωνική παραγωγός, βλέπετε, και αρχισυντάκτρια της εκπομπής. Μεσημεριάζει και οι υποχρεώσεις τρέχουν, μαζί τους και εγώ. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο άρθρο μου και μετά από κάποιες διορθώσεις το στέλνω με mail στον αρχισυντάκτη του περιοδικού περιμένοντας ανυπόμονα την απάντησή του. Στο μεταξύ, τσεκάρω ξανά τα θέματα της εκπομπής, τσακώνομαι με τον ηχολήπτη, λαμβάνω την έγκριση του αφεντικού για το άρθρο, σκέφτομαι θέματα για την επόμενη εκπομπή, σχεδιάζω τη συνέντευξη από μεγάλο καλλιτέχνη, που επιτέλους κατάφερα να τον κάνω να δεχτεί να μου μιλήσει και η μεγάλη ώρα έφτασε. Βραδάκι και η εκπομπή ξεκινά, το άγχος με κυριεύει, αλλά λίγα λεπτά μετά όλα έχουν ξεχαστεί. Η ατμόσφαιρα του στούντιο, η μαγευτική μουσική και η επαφή με το κοινό με χαλαρώνουν. Δυο ώρες περνούν πολύ γρήγορα και ευχάριστα, μέσα σε χιλιάδες μηνύματα ακροατών, ειδήσεις, διάφορα θέματα και όμορφα τραγούδια. Ένα ποτάκι μετά τη δουλειά σε ένα ήσυχο μέρος με λίγους φίλους και ένα καλό βιβλίο, μόλις γυρίσω σπίτι, συμπληρώνουν τη μέρα μου.
Έτσι φαντάζομαι σε δυο δεκαετίες από σήμερα την καθημερινότητά μου. Ίσως τα πράγματα να είναι τελείως διαφορετικά, ίσως να μην ασχολούμαι καν με το ραδιόφωνο, αν και από μικρή προετοιμαζόμουν για κάτι τέτοιο, ίσως… Τα ίσως και τα μπορεί είναι πολλά, όπως, άλλωστε και τα όνειρα, σωστά;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου